τρομπόλα

τρομπόλα
η, Ν
1. ειδικός κάδος για την τοποθέτηση βουτύρου
2. δοχείο νερού ή γάλακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. τ. ο οποίος, κατά μια άποψη, είναι αραβικής προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”